νεφρολογία

νεφρολογία
η
ιατρ. κλάδος τής ιατρικής με αντικείμενο τις νόσους τών νεφρών, την εξωνεφρική αιμοκάθαρση και τα προβλήματα που αφορούν τις μεταμοσχεύσεις τών οργάνων αυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nephrologie (< νεφρ[ο]-* + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • νεφρ(ο)- — α συνθετικό επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεφρό(ς) ως αντιδάνεια από την ξένη ιατρική ορολογία (νεφρόλιθος, πρβλ. αγγλ. nephrolith κ.ά.). Αξίζει να σημειωθεί ότι, αντίθετα προς την Αρχαία Ελληνική, όπου… …   Dictionary of Greek

  • νεφρολογικός — ή, ό [νεφρολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεφρολογία …   Dictionary of Greek

  • νεφρολόγος — ο, η γιατρός ειδικευμένος στη νεφρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrologist (< νεφρ[ο] * + λόγος*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”